Έφοδος στον τεκέ
Έφοδος στον τεκέ
—Μπούρδα μπούρδα! Μάζεψε ασβέλτα τα συμπράγκαλα και καήκαμε.
—Γιατί ρε Τσικρικόνη;
—Ρε την κορόιδα παρασταίνεις βρε ή θέλεις να πα να κοιμάσαι στον Ωρωπό στον άσφαλτο;
—Ναι γιά ρε. Μαζέψτε ρε λεχρίτες τους τζουράδες και ξηγηθήτε τους ζούλα
—Μα τι τρέχει ρε Τσικρικόνια;
—Ρε είσαι μεγάλο χάπι εσύ ρε κύριε, και μια που δεν αντιλήβεσαι δια ζώσης, άκου τα πεντάγραμμο και έχεις το δικαίωμα της αναίρεσης, α δε σου γουστάρει.
—Μπράβο
Αδερφάκι κάνε μόκο
μαύροι πλάκωσαν για μπλόκο
τώρα στη γωνιά τους είδα
κάνε ζούλα την καρύδα
θα μαγκώσουν τα ντερβίσα
θα μας πάρουν τα χασίσα
τα καλάμια θα μας βρούνε
και τις ζούλες θ' ανθιστούνε
—Μην κουνηθεί κανένας. Στον τόπο γιατί θα σας κάψω
—Μπράβο κύριε μόλισμαν, μπράβο. Τέτοια αναθροφή σε μάθανε ρε στην Κέρκυρα ρε στη σχολή;
—Ρε άσ’ τις εξυπνάδες εσύ ρε Τσικρικόνη και ο άλλος ο Μπάτης, και να μου πείτε τώρα αμέσως που έχετε κρυμμένο το μαύρο και τους λουλάδες. Ακούτε;
—Τι λες μωρ' αδερφέ; Λοιπόν κύριε μόλισμαν, έχεις πέσει όξω εχτρά [= οικτρά]. Μα την Αγία Ανάσταση έχεις πέσει όξω. Μα τι θα πει «μαύρο», κύριε μόλισμαν;
Ένα μαύρο μόνο ξέρω
δεν μπορώ να σας το φέρω
η ψυχή μου που σπαράζει
μα εγώ τη λέω μαράζι
τι ‘ναι ντουμάνι δεν γνωρίζω
την καρδιά μου δεν ορίζω
μ' έπιασε μεγάλη ζάλη
κι έκανα βαρύ κεφάλι.
—Τώρα τραβάτε κάτω στο τίμημα [= τμήμα], και κει ξηγιόσαστε με τον αστυνόμο.
—Μπράβο! Δεν πάμε πουθενά κύριε μόλισμαν.
—Έλα μέσα ρε, που δεν πας πουθενά, α;
—Δεν πάμε πουθενά είπαμε! Είμαστε έντιμοι επαγγελματίαι
—Κάτσε παραπέρα ρε κορόιδο εσύ
—Μωρέ πάψε μωρέ αδερφάκι Μάρκο! Είμαστε έντιμοι επαγγελματίαι και έχουμε τον καφενέ μας το νταραβέρι μας τουτ’ έστιν δηλαδή και στρίβε με το καλό που σου λέω κύριε μόλισμαν.
—Μωρέ τράβα μέσω θα βγάλω το γκλομπ ρε.
—Ποιο γκλομπ να βγάλεις;
—Ναι το γκλομπ θα βγάλω
—Ρε, μάγκες! Βουρ ρε μπλόκο! Βουρ ρε Μπάτη! Βουρ ρε Μπάτη!
—Πάει το καφενείο...