Ρεμπέτικο λεξιλόγιο
Κωδικός άρθρου: B12737B031
Οι δαπάνες της κατοχικής κυβέρνησης ωστόσο ήταν σημαντικές, προκειμένου να πληρώσει τις δαπάνες Κατοχής στον κατακτητή και να καλύψει τις εσωτερικές ανάγκες (μισθοί κτλ.). Προφανώς το τεράστιο έλλειμμα που προέκυπτε χρηματοδοτείτο με έκδοση νέου χρήματος. Ετσι η αύξηση της κυκλοφορίας του χρήματος έφθασε σε δυσθεώρητα ύψη, από 9 δισ. δρχ. τον Δεκέμβριο του 1939 σε 450.000 δισ. τον Ιούνιο του 1944 (Εκθεση Σμπαρούνη), με αποτέλεσμα την ταχύτατη υποτίμηση του χρήματος, δηλαδή την τεράστια μείωση της αγοραστικής του δύναμης. Οσοι μπορούσαν να μετατρέπουν τις δραχμές σε χρυσό έβγαιναν κερδισμένοι τελικά περισσότερο από αυτούς που συσσώρευαν εμπορεύματα, κυρίως τρόφιμα, με στόχο να επωφεληθούν από τη συνεχή άνοδο της τιμής τους. Πράγματι για μια σειρά συγκυριακούς λόγους, που συνδέθηκαν με τις συμμαχικές στρατιωτικές επιτυχίες στις αρχές Νοεμβρίου του 1942, οι τιμές των τροφίμων έπεσαν κατά 50%. Την πτώχευση αυτή προφανώς πλήρωσαν περισσότερο οι μικροί και σχετικά απληροφόρητοι κερδοσκόποι, οι ποσότητες των τροφίμων στην αγορά διπλασιάστηκαν, διότι οι «μαυραγορίτες» άνοιξαν τις αποθήκες τους φοβούμενοι ότι οι επιτυχίες των συμμάχων θα οδηγούσαν σε άρση του ναυτικού αποκλεισμού της χώρας. Μερικοί θυμούνται ακόμη το επιφώνημα των εμπόρων «αγάντα Ρόμελ!» την περίοδο εκείνη.
Το πλήρες άρθρο, για όποιον ενδιαφέρεται: http://tovima.dolnet.gr/print_article.p ... m=B03&aa=1
Μετά τιμής, Χασκίλ Στέλλα:)
- Νίκος Τριήρης
- More than 150 posts user.
- Δημοσιεύσεις: 286
- Εγγραφή: 13 Σεπ 2007 12:43 pm
- Τοποθεσία: Αθήνα, Χολαργός
Χασκίλ αν θέλεις μπορείς να τις προσθέσεις στο Ρεμπέτικο Λεξιλόγιο του wiki, αφού έχεις και πηγή που τα τεκμηριώνει. Το σχόλιο του Ε. Παπαζαχαρίου σκέφτομαι να το αφήσω με το σκεπτικό ότι οι μαυραγορίτες ενδέχεται να ήξεραν τη φράση αυτή όπως αποτεινόταν στον Ρόμελ και να την χρησιμοποιούσαν με το δικό τους σκεπτικό φυσικά, το οποίο αναφέρατε.
Θα ψάξω να βρω και τρίτη πηγή για τη λέξη και την έκφραση. Η δεύτερη που παρέθεσα έχει μόνο την ερμηνεία της λέξης αγάντα.
- Dreamlander
- More than 150 posts user.
- Δημοσιεύσεις: 284
- Εγγραφή: 11 Απρ 2006 02:50 pm
- Τοποθεσία: Ηράκλειο
αγαντάρω
Ετυμολογία: ιταλ. agguantare
Ερμηνεία: ρ. (αγάντ-αρα κ. -άρισα, -αρισμένος) στηρίζομαι, πιάνομαι από κάπου: κάνει άλλο ένα βήμα με το άλλο πόδι, ν' αγαντάρει και να βγει από τη λακκούβα (Η. Βενέζης) | αντέχω, ανέχομαι
αγάντα
Ετυμολογία: αγαντάρω
Ερμηνεία: ως ναυτικό πρόσταγμα, κρατήσου ή σπρώξε | η αγάντα ως ουσ., δύναμη, αντίσταση, πιάσιμο απ' όπου μπορεί κανείς να κρατηθεί | πάσσαλος ή κρίκος για πρόσδεση
Το επιφώνημα αγάντα (δανεισμένο από την ναυτική ορολογία - όπως και τόσες άλλες λέξεις) είναι αρκετά προγενέστερο σαν έκφραση της καθομιλουμένης μας, από την οικονομική κρίση της κατοχής.
_________________
Για το γκόμινα, πέρα και από τις άλλες ετυμολογικές ερμηνείες που υπάρχουν,
- από το αγγλικό woman κατά Ανδριώτη.
- από το ιταλικό gomena - μεταφορικά η θηλιά που βάζει ο εραστής στο λαιμό του κατά Δαγκίτση.
- το θηλυκό του αρσενικού γκόμενος (ιταλικά gommeno και gommoso, γαλλικά gommeux = ο πασαλειμμένος με μπριγιαντίνες και αρώματα) κατ' άλλους
- από το ισπανικό gomina = προϊόν για τα μαλλιά (σε μορφή ζελέ-gel μάλλον κι όχι σε μορφή lac spray)
αξίζει να σημειωθεί πως έχει σαν ρίζα το γκόμα, γόμα (ιταλικά gomma, λατινικά gummi) που προέρχεται από το ουσιαστικό της αρχαίας ελληνικής κόμμι -εος (χωρίς πληθυντικό) = η κολλώδης ουσία που εκκρίνουν διάφορα δέντρα (ελαστικό κόμμι = το καουτσούκ).
-
- More than 150 posts user.
- Δημοσιεύσεις: 170
- Εγγραφή: 30 Μαρ 2005 08:39 pm
- Τοποθεσία: Αθήνα
Όταν έχεις καθιερωθεί ως αυθεντία στην ετυμολόγηση, χρειάζεται κάποιο θάρρος για να μπορέσεις να ομολογήσεις ότι για κάποια λέξη απλά δεν βρίσκεις κατάλληλη ετυμολόγηση. Είναι όμως προτιμότερο και τιμιώτερο αυτό από το να συνδέεις τη γκόμενα με τη λάκα των μαλλιών, τη θηλιά με την οποία πνίγεται ο (από γυναίκα παρασυρμένος) αυτόχειρ ή οτιδήποτε. Και το θάρρος αυτό δυστυχώς λίγοι το βρήκαν.
αγάντα (άκλιτο): (ναυτ.) παράγγελμα που αντιστοιχεί στην έκφραση με όλη τη δύναμη: ~ τα κουπιά!. || ~το φόρτωμα, στήριξε το φορτίο που γέρνει. || ~, παλικάρι!, υπομονή, κουράγιο. || (ως ουσιαστικό) ΦΡ κάνω ~, καταβάλλω μεγάλη δύναμη. [αγαντ(άρω)]
αγάντα, η: (ναυτ.) στήριγμα, πάσσαλος ή κρίκος για το δέσιμο των πλοίων: Το μουράγιο έχει πολλές αγάντες. [<αγάντα (άκλ.)]
αγαντάρω [aγandaro]: 1. (ναυτ.) πιάνω, κρατώ, συγκρατώ κτ: ~το φόρτωμα!, στηρίζω το φορτίο που γέρνει. 2. υπομένω, αντέχω, βαστάζω: Δεν ~ πια τα βάσανα!. (1: ιταλ. agguantar(e) (<guanto 'σιδερένιο γάντι')
Από δω βγαίνει πιθανόν και αυτό που συναντάμε στα τραγούδια, π.χ.: "Έλα και δεν τ' αγιαντώ!"*
*Είσαι αφράτη σαν φρατζόλα, Μάρκος
Άσπρη, κάτασπρη κοπέλα, τον καημό σου δε βαστώ,
μες το σπίτι ξαναέλα, έλα και δεν τ' αγιαντώ!
Μετά τιμής, Χασκίλ Στέλλα:)
- Dreamlander
- More than 150 posts user.
- Δημοσιεύσεις: 284
- Εγγραφή: 11 Απρ 2006 02:50 pm
- Τοποθεσία: Ηράκλειο
Άσπρη, κάτασπρη κοπέλα, τον καημό σου δε βαστώ,Χασκίλ έγραψε:Άσπρη, κάτασπρη κοπέλα, τον καημό σου δε βαστώ,
μες το σπίτι ξαναέλα, έλα και δεν τ' αγιαντώ!
μες το σπίτι ξαναέλα, έλα και δεν νταγιαντώ.
νταγιαντώ, νταγιαντίζω
Ετυμολογία: τουρκ. dayandim αόριστος του dayanmak
Ερμηνεία: κ. νταγιαντώ, -άς, -ά ρ. υπομένω, ανέχομαι: βαριές οι δουλειές και δεν τις νταγιαντά η καημένη - αυτοί νταγιαντίσανε τα μαρτύρια (Π. Πρεβελάκης)
(από το Μείζον ελληνικό λεξικό Τεγόπουλου - Φυτράκη και πάλι)