ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΣΑΒΒΙΔΗΣ: ΤΟΥΝΤΑΣ-ΝΤΑΛΚΑΣ-ΣΕΜΣΗΣ
Δημοσιεύτηκε: 19 Φεβ 2016 09:29 pm
Αιμίλιος Σαββίδης, «Παναγιώτης Τούντας, Αντώνης Διαμαντίδης ή Νταλκάς και Δημήτρης Σέμσης ή Σαλονικιός» (περιοδικό Το Μοντέρνο Τραγούδι, τχ. 255, 1/10/1966)
Είναι σε όλους γνωστό ότι με την Μικρασιατική καταστροφή έφθασαν καραβάνια προσφύγων στον Πειραιά. Βαπόρια με φορτία ανθρώπων καταβασανισμένων από κακουχίες, άραζαν στην Τρούμπα και ξεφόρτωναν πρόσφυγες από τη Σμύρνη, την Πόλη, τον Πόντο και από τα βάθη της Ανατολής.
Ο υπόδουλος Ελληνισμός για να γλυτώση από τους Τουρκαλάδες «τσέτες», έπεφτε στη θάλασσα, σκαρφάλωνε σε κάποιο επιβατικό ή φορτηγό που ήταν έτοιμο να σαλπάρη απ’ τα λιμάνια της Τουρκίας, και μετά χίλιες περιπέτειες και θαλασσοδαρμούς, έφτανε κατάκοπος και ληστευμένος στη φυσική του μητέρα Πατρίδα.
Μ’ αυτά τα καραβάνια των αποκλήρων της μοίρας, έφθασαν στη γαλάζια μας χώρα, επιστήμονες, έμποροι, βιοτέχνες, λογοτέχνες, δημοσιογράφοι, πολλοί μουσικοί και καλλιτέχνες.
Απ’ τους μουσικούς, μόλις πάτησαν το πόδι στη γη της Παλλάδας, ξεχώρισαν οι Παναγιώτης Τούντας, Καρίπης, Ογδοντάκης, Αντώνης Διαμαντίδης γνωστός με το ψευδώνυμο Νταλκάς, Τομπούλης, Στελλάκης Περπινιάδης και άλλοι. Οι άνθρωποι αυτοί, μόλις ζεστάθηκαν κάτω απ’ τον φιλόξενο ήλιο της Αθήνας και μόλις δροσίστηκαν απ’ τις μυρόπνοες αύρες του Σαρωνικού, συνήλθαν! Ξέχασαν όλες τις κακουχίες τους! Άρπαξαν με πάθος τα όργανα στα χέρια και ρίχτηκαν με ανείπωτη όρεξι στη δουλειά.
Γιομάτοι από φαντασία, πλημμυρισμένοι από ωραίες εμπνεύσεις, έγραψαν τα πρώτα τους τραγούδια, σε νατούρα αρχοντολαϊκή. Και πέτυχαν! Όλες σχεδόν οι μελωδίες τους έπιασαν! Δεκάδες χιλιάδες δίσκων πούλησαν τα τραγούδια: «Μια Σμυρνιά, μια Σμυρνιά στο παραθύρι, φύτευε βασιλικό», «Μαύρα ν’ τα μάτια π’ αγαπώ», «Πολίτισσα καμωματού», «Η Λιλή η παιχνιδιάρα», «Μαλαματένιος ο σταυρός γύρω μαργαριτάρια, να ζήσουν της παρέας μας όλα τα παλληκάρια», «Βαρύτερα απ’ τα σίδερα είναι τα μαύρα ρούχα, γι’ αυτό τα φόρεσα και γω, για μιαν αγάπη πούχα», «Καροτσέρη τράβα, να πάμε στα Τατάβλα, να μας πας και να μας φέρης πόσα τάλλαρα γυρεύεις».
Αυτό το τελευταίο τραγούδι, ο συνθέτης Νίκυ Γιάκοβλεφ το πήρε και το …έντυσε με…φράκο και ψηλό καπέλλο! Όμως, η καινούργια στολή –παρά την καλή θέλησι του κ. Γιάκοβλεφ- δεν έφερε το αναμενόμενο αποτέλεσμα της αλλαγής! Ο καροτσέρης παρέμεινε καροτσέρης! Πιστός στα παλιά ήθη και έθιμά του!...
Ας επανέλθουμε όμως στους πρώτους συνθέτες του αρχοντολαϊκού τραγουδιού. Απ’ όλους που αναφέρω πιο επάνω το προβάδισμα το πήρε ο μακαρίτης ο Παναγιώτης Τούντας. Ο Τούντας έπαιζε μαντολίνο. Με το μαντολίνο συνέθετε τα περισσότερα τραγούδια του. Ο μπάρμπα Παναγιώτης, ο αγαθός και πράος αυτός δάσκαλος της αρχοντολαϊκής συνθετικής τέχνης, ούτε μεγαλομανίες είχε ούτε κούφιες φιλοδοξίες. Ήξερε ως πού φθάνουν οι δυνάμεις του και δεν άπλωνε πιο πέρα. Ήταν ειλικρινής άνθρωπος και άριστος οικογενειάρχης ο Τούντας. Αγαπούσε και υποστήριζε τους συναδέλφους του. Σαν διευθυντής στο τμήμα Λαϊκής Μουσικής (στα αρχοντολαϊκά) στην εταιρία Κολούμπια, άφησε εποχή.
Η δουλειά που έκανε ήταν ευσυνείδητη. Όταν άλλοι συνθέτες έφερναν τα τραγούδια τους για να τα κρίνη και να τα εγκρίνη για φωνογράφησι, ο Τούντας ξεχνούσε που έγραφε κι ο ίδιος τραγούδια! Έτσι, τάκρινε πιο τίμια. Όταν ένα τραγούδι δεν ήταν καλό, δεν απεγοήτευε τον συνθέτη του. «Δούλεψτο πιο προσεχτικά, ξαναγράφτο και φέρτο μου τον άλλο μήνα» έλεγε στον απορριπτόμενο.
Όσα χρόνια έζησε ο Παναγιώτης στην Ελλάδα, δεν έδωσε αφορμή σε κανένα για να καταφερθή εναντίον του. Αν και το πόστο που είχε στην Κολούμπια ήταν δύσκολο, κανένας ωστόσο δε σήκωσε φωνή διαμαρτυρίας εις βάρος του. Όλοι οι συνθέτες και στιχουργοί του καιρού του, τον σεβάστηκαν γιατί το άξιζε. Ο Τούντας ήταν φιλήσυχος τύπος. Ζούσε στη Νέα Σμύρνη. Είχε οικογένεια την οποία αγαπούσε και πονούσε όσο λίγοι. Ροπή για πιοτά και άλλα παρεμφερή δεν είχε. Ο Παναγιώτης Τούντας, πάνω στο αρχοντολαϊκό πεντάγραμμο, άφησε αξέχαστες μελωδίες.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΙΔΗΣ (ΝΤΑΛΚΑΣ)
Μετά τον Σμυρνηό Παναγιώτη Τούντα, σας παρουσιάζω έναν άλλο αείμνηστο βετεράνο συνθέτη και τραγουδιστή του καλού εκείνου καιρού. Τον Αντώνη Διαμαντίδη. Όμως στη συνέχεια θα μου επιτρέψετε να τον ονομάζω Νταλκά, γιατί μ’ αυτό το παρατσούκλι τον ήξερε η Αθήνα της παληάς εποχής.
Ο Αντώνης Νταλκάς γεννήθηκε στην Πόλη. Μεγάλωσε και ανατράφηκε στην Κωνσταντινούπολι. Ήρθε στην Αθήνα λόγω των τότε γεγονότων κι’ αυτός. Ο Νταλκάς ήταν προικισμένος με δυο χαρίσματα. Το πρώτο που τραγουδούσε περίφημα. Και το δεύτερο που έπαιζε έξοχη κιθάρα. Στην αρχή ξεκίνησε σαν τραγουδιστής ειδικευμένος στα αρχοντολαϊκά και τις καντάδες. Κάπου κάπου έλεγε καικανένα Πολίτικο αμανεδάκι. Έλεγε…αλλά πώς τόλεγε…
Ο Νταλκάς χωρίς να είναι…πορτοφολάς, έπαιρνε τα πορτοφόλια των γλεντζέδων με καταπληκτική ευκολία! Θα μου ρωτήσετε πώς;…Εξηγούμαι… Όταν οι παλιοί αρχοντογλεντζέδες ερχόντουσαν στο κέφι –κάτω εκεί στο Κουκάκι- στο κέντρο του σχωρεμένου του Γιούλη- ο Νταλκάς, ξέροντας τις αδυναμίες τους άρπαζε την κιθάρα του, πήγαινε κοντά τους και …τους πυρπολούσε με όμορφα τραγούδια. Έτσι, η χαρτούρα έπεφτε βροχή. «Πιάστα Αντώνη», «Πάρε αυτά τα ολίγα Νταλκά», «Πες μας το ποια είν’ εκείνη στ’ άσπρα ντυμένη που κατεβαίνει απ’ το βουνό» και «τσάκωτα»!
Έτσι, άδειαζαν με ευχαρίστησι τα πορτοφόλια τους οι λεβεντογλεντζέδες και την άλλη μέρα, με υπερηφάνεια έλεγαν ο ένας στον άλλον: «Είμαι στεγνός! Χτες τάπια στου Γιούλη…μου τάφαγε ο Αντώνης ο Νταλκάς!...Όμως φχαριστήθηκα…Πέρασα μια βραδυά όνειρο…Χαλάλι του!»
Ο Νταλκάς εκτός από τραγουδιστικές επιτυχίες, είχε και μεγάλες συνθετικές. Οι συνθέσεις του «Έννοια σου Αναστασιά, θάρθω πέρα στα Χασιά», «Ο Γυιός του Τσέλιγγα», «Τι θα γίνω εγώ χωρίς εσένα» σημείωσαν τεράστιο σουξέ και έμειναν αθάνατα. Ο χαρακτήρας του Νταλκά, εν αντιθέσει προς τον Τούντα, ήταν γλεντζέδικος. Στα νειάτα του έκανε αρκετές τρέλλες. Συνήθως κοιμότανε με την…Ανατολή του ηλίου και ξυπνούσε με την Δύση. Έπινε ούζο με μεζέδες εκλεκτούς πολίτικους. Ο Νταλκάς κέρδισε πάρα πολλά λεπτά τα οποία στην αρχή τα ξώδεψε σπαταλώντας τα σε ξενύχτια και τρελλά γλέντια. Όταν όμως παντρεύτηκε και δημιούργησε οικογένεια άλλαξε εντελώς…Έγινε άλλος άνθρωπος. Αγνώριστος! Τσιγγούνεψε σε βαθμό αφάνταστο! Ούτε τσιγάρα ούτε ποτά ούτε αμαξάκια (μίνιππα). Έγινε νοικοκύρης με την κυριολεξία! Τελευταία, υπέφερε πολύ από στομάχι. Και αν δεν κάνω λάθος, πέθανε από στομαχική αρρώστεια.
Σήμερα, τον Αντώνη Διαμαντίδη Νταλκά, τον αντιπροσωπεύει επάξια στα κανταδορίστικα και στα αρχοντορεμπέτικα τραγούδια ο Μάρκος Φίλανδρος, αχώριστος του Σπύρου Κορώνη συνεργάτης, που είναι και γαμπρός του σχωρεμένου.
ΣΕΜΣΗΣ ΣΑΛΟΝΙΚΙΟΣ
Προχωρώντας στο ξεφύλλισμα των αναμνήσεών μου, φέρνω μπροστά μου, τούτη τη στιγμή, έναν άλλο αείμνηστο, που υπήρξε κι αυτός μεγάλος προφέσορας στο είδος του. Τον Μήτσο τον Σαλονικιό! Ο Μπάρμπα Μήτσος, έτσι τον λέγαμε τελευταίως πριν αποδημήσει εις Κύριον, ήταν το Άλφα και το Ωμέγα την εποχή εκείνη στο καθαρώς λαϊκό τραγούδι. Η καταγωγή του Σαλονικιού ήταν απ’ τη Θεσσαλονίκη, αλλά έζησε τα περισσότερά του χρόνια στην Αθήνα στην οδό Λιοσίων, όπου είχε και δικό του σπίτι. Εκεί είδαν το φως του ηλίου τα τρία παιδιά του. Μια κόρη, ένας γυιός που δεν υπάρχει πια –τον άρπαξε ο χάρος πρόωρα στον ανθό της ηλικίας του, μόλις είχε αρχίσει να γίνεται περιζήτητος απ’ τις ελαφρές ορχήστρες για το θαυμάσιο βιολί που έπαιζε –και ο επιζών Μιχαλάκης Σέμσης, θαυμάσιος και φτασμένος μόνιμος βιολιστής στη συμφωνική σήμερα ορχήστρα Αθηνών.
Το παράξενο με τον Σαλονικιό ήταν το εξής: Ενώ η νατούρα του ήταν στα βαρειά λαϊκά μοτίβα, έπαιζε θαυμάσια και…κλασικές συνθέσεις! Έτσι, ενώ πριν από χρόνια με την ορχήστρα Θ. Παπαδοπούλου-Μ. Σουγιούλ-όπου έπαιζε σαν βιολί αττραξιόν ο Σέμσης ο Σαλονικιός-ερμήνευε σόλο ένα «ταξίμι», «σαμπαχί» ή «ραστ», στο τέλος, για να αιφνιδιάση τους ακροατές του Μουσείου, έπαιζε κι ένα κλασικό κομμάτι με θαυμάσια δεξιοτεχνία και λουζότανε από χειροκροτήματα!
Ο Σέμσης Σαλονικιός έδωσε πολλά βαρειά λαϊκά τραγούδια σε δίσκους, εκ των οποίων μερικά όπως το «Στείλε αμάξι πάρε με», «Μ’ ένα καράβι φορτηγό» κ.ά. άφησαν εποχή. Ο Σέμσης Σαλονικιός εχρημάτισεν επί σειράν ετών διευθυντής στο τμήμα λαϊκών ηχοληψιών στην Εταιρία «Κολούμπια». Οι παληοί λαϊκοί συνθέτες τον εκτιμούσαν και τον εσέβοντο. Όταν δε πέθανε, τον έκλαψαν ειλικρινά. Γιατί, ο Σαλονικιός υπήρξε ένας αληθινός δάσκαλος και μύστης της λαϊκής μουσικής.
Είναι σε όλους γνωστό ότι με την Μικρασιατική καταστροφή έφθασαν καραβάνια προσφύγων στον Πειραιά. Βαπόρια με φορτία ανθρώπων καταβασανισμένων από κακουχίες, άραζαν στην Τρούμπα και ξεφόρτωναν πρόσφυγες από τη Σμύρνη, την Πόλη, τον Πόντο και από τα βάθη της Ανατολής.
Ο υπόδουλος Ελληνισμός για να γλυτώση από τους Τουρκαλάδες «τσέτες», έπεφτε στη θάλασσα, σκαρφάλωνε σε κάποιο επιβατικό ή φορτηγό που ήταν έτοιμο να σαλπάρη απ’ τα λιμάνια της Τουρκίας, και μετά χίλιες περιπέτειες και θαλασσοδαρμούς, έφτανε κατάκοπος και ληστευμένος στη φυσική του μητέρα Πατρίδα.
Μ’ αυτά τα καραβάνια των αποκλήρων της μοίρας, έφθασαν στη γαλάζια μας χώρα, επιστήμονες, έμποροι, βιοτέχνες, λογοτέχνες, δημοσιογράφοι, πολλοί μουσικοί και καλλιτέχνες.
Απ’ τους μουσικούς, μόλις πάτησαν το πόδι στη γη της Παλλάδας, ξεχώρισαν οι Παναγιώτης Τούντας, Καρίπης, Ογδοντάκης, Αντώνης Διαμαντίδης γνωστός με το ψευδώνυμο Νταλκάς, Τομπούλης, Στελλάκης Περπινιάδης και άλλοι. Οι άνθρωποι αυτοί, μόλις ζεστάθηκαν κάτω απ’ τον φιλόξενο ήλιο της Αθήνας και μόλις δροσίστηκαν απ’ τις μυρόπνοες αύρες του Σαρωνικού, συνήλθαν! Ξέχασαν όλες τις κακουχίες τους! Άρπαξαν με πάθος τα όργανα στα χέρια και ρίχτηκαν με ανείπωτη όρεξι στη δουλειά.
Γιομάτοι από φαντασία, πλημμυρισμένοι από ωραίες εμπνεύσεις, έγραψαν τα πρώτα τους τραγούδια, σε νατούρα αρχοντολαϊκή. Και πέτυχαν! Όλες σχεδόν οι μελωδίες τους έπιασαν! Δεκάδες χιλιάδες δίσκων πούλησαν τα τραγούδια: «Μια Σμυρνιά, μια Σμυρνιά στο παραθύρι, φύτευε βασιλικό», «Μαύρα ν’ τα μάτια π’ αγαπώ», «Πολίτισσα καμωματού», «Η Λιλή η παιχνιδιάρα», «Μαλαματένιος ο σταυρός γύρω μαργαριτάρια, να ζήσουν της παρέας μας όλα τα παλληκάρια», «Βαρύτερα απ’ τα σίδερα είναι τα μαύρα ρούχα, γι’ αυτό τα φόρεσα και γω, για μιαν αγάπη πούχα», «Καροτσέρη τράβα, να πάμε στα Τατάβλα, να μας πας και να μας φέρης πόσα τάλλαρα γυρεύεις».
Αυτό το τελευταίο τραγούδι, ο συνθέτης Νίκυ Γιάκοβλεφ το πήρε και το …έντυσε με…φράκο και ψηλό καπέλλο! Όμως, η καινούργια στολή –παρά την καλή θέλησι του κ. Γιάκοβλεφ- δεν έφερε το αναμενόμενο αποτέλεσμα της αλλαγής! Ο καροτσέρης παρέμεινε καροτσέρης! Πιστός στα παλιά ήθη και έθιμά του!...
Ας επανέλθουμε όμως στους πρώτους συνθέτες του αρχοντολαϊκού τραγουδιού. Απ’ όλους που αναφέρω πιο επάνω το προβάδισμα το πήρε ο μακαρίτης ο Παναγιώτης Τούντας. Ο Τούντας έπαιζε μαντολίνο. Με το μαντολίνο συνέθετε τα περισσότερα τραγούδια του. Ο μπάρμπα Παναγιώτης, ο αγαθός και πράος αυτός δάσκαλος της αρχοντολαϊκής συνθετικής τέχνης, ούτε μεγαλομανίες είχε ούτε κούφιες φιλοδοξίες. Ήξερε ως πού φθάνουν οι δυνάμεις του και δεν άπλωνε πιο πέρα. Ήταν ειλικρινής άνθρωπος και άριστος οικογενειάρχης ο Τούντας. Αγαπούσε και υποστήριζε τους συναδέλφους του. Σαν διευθυντής στο τμήμα Λαϊκής Μουσικής (στα αρχοντολαϊκά) στην εταιρία Κολούμπια, άφησε εποχή.
Η δουλειά που έκανε ήταν ευσυνείδητη. Όταν άλλοι συνθέτες έφερναν τα τραγούδια τους για να τα κρίνη και να τα εγκρίνη για φωνογράφησι, ο Τούντας ξεχνούσε που έγραφε κι ο ίδιος τραγούδια! Έτσι, τάκρινε πιο τίμια. Όταν ένα τραγούδι δεν ήταν καλό, δεν απεγοήτευε τον συνθέτη του. «Δούλεψτο πιο προσεχτικά, ξαναγράφτο και φέρτο μου τον άλλο μήνα» έλεγε στον απορριπτόμενο.
Όσα χρόνια έζησε ο Παναγιώτης στην Ελλάδα, δεν έδωσε αφορμή σε κανένα για να καταφερθή εναντίον του. Αν και το πόστο που είχε στην Κολούμπια ήταν δύσκολο, κανένας ωστόσο δε σήκωσε φωνή διαμαρτυρίας εις βάρος του. Όλοι οι συνθέτες και στιχουργοί του καιρού του, τον σεβάστηκαν γιατί το άξιζε. Ο Τούντας ήταν φιλήσυχος τύπος. Ζούσε στη Νέα Σμύρνη. Είχε οικογένεια την οποία αγαπούσε και πονούσε όσο λίγοι. Ροπή για πιοτά και άλλα παρεμφερή δεν είχε. Ο Παναγιώτης Τούντας, πάνω στο αρχοντολαϊκό πεντάγραμμο, άφησε αξέχαστες μελωδίες.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΙΔΗΣ (ΝΤΑΛΚΑΣ)
Μετά τον Σμυρνηό Παναγιώτη Τούντα, σας παρουσιάζω έναν άλλο αείμνηστο βετεράνο συνθέτη και τραγουδιστή του καλού εκείνου καιρού. Τον Αντώνη Διαμαντίδη. Όμως στη συνέχεια θα μου επιτρέψετε να τον ονομάζω Νταλκά, γιατί μ’ αυτό το παρατσούκλι τον ήξερε η Αθήνα της παληάς εποχής.
Ο Αντώνης Νταλκάς γεννήθηκε στην Πόλη. Μεγάλωσε και ανατράφηκε στην Κωνσταντινούπολι. Ήρθε στην Αθήνα λόγω των τότε γεγονότων κι’ αυτός. Ο Νταλκάς ήταν προικισμένος με δυο χαρίσματα. Το πρώτο που τραγουδούσε περίφημα. Και το δεύτερο που έπαιζε έξοχη κιθάρα. Στην αρχή ξεκίνησε σαν τραγουδιστής ειδικευμένος στα αρχοντολαϊκά και τις καντάδες. Κάπου κάπου έλεγε καικανένα Πολίτικο αμανεδάκι. Έλεγε…αλλά πώς τόλεγε…
Ο Νταλκάς χωρίς να είναι…πορτοφολάς, έπαιρνε τα πορτοφόλια των γλεντζέδων με καταπληκτική ευκολία! Θα μου ρωτήσετε πώς;…Εξηγούμαι… Όταν οι παλιοί αρχοντογλεντζέδες ερχόντουσαν στο κέφι –κάτω εκεί στο Κουκάκι- στο κέντρο του σχωρεμένου του Γιούλη- ο Νταλκάς, ξέροντας τις αδυναμίες τους άρπαζε την κιθάρα του, πήγαινε κοντά τους και …τους πυρπολούσε με όμορφα τραγούδια. Έτσι, η χαρτούρα έπεφτε βροχή. «Πιάστα Αντώνη», «Πάρε αυτά τα ολίγα Νταλκά», «Πες μας το ποια είν’ εκείνη στ’ άσπρα ντυμένη που κατεβαίνει απ’ το βουνό» και «τσάκωτα»!
Έτσι, άδειαζαν με ευχαρίστησι τα πορτοφόλια τους οι λεβεντογλεντζέδες και την άλλη μέρα, με υπερηφάνεια έλεγαν ο ένας στον άλλον: «Είμαι στεγνός! Χτες τάπια στου Γιούλη…μου τάφαγε ο Αντώνης ο Νταλκάς!...Όμως φχαριστήθηκα…Πέρασα μια βραδυά όνειρο…Χαλάλι του!»
Ο Νταλκάς εκτός από τραγουδιστικές επιτυχίες, είχε και μεγάλες συνθετικές. Οι συνθέσεις του «Έννοια σου Αναστασιά, θάρθω πέρα στα Χασιά», «Ο Γυιός του Τσέλιγγα», «Τι θα γίνω εγώ χωρίς εσένα» σημείωσαν τεράστιο σουξέ και έμειναν αθάνατα. Ο χαρακτήρας του Νταλκά, εν αντιθέσει προς τον Τούντα, ήταν γλεντζέδικος. Στα νειάτα του έκανε αρκετές τρέλλες. Συνήθως κοιμότανε με την…Ανατολή του ηλίου και ξυπνούσε με την Δύση. Έπινε ούζο με μεζέδες εκλεκτούς πολίτικους. Ο Νταλκάς κέρδισε πάρα πολλά λεπτά τα οποία στην αρχή τα ξώδεψε σπαταλώντας τα σε ξενύχτια και τρελλά γλέντια. Όταν όμως παντρεύτηκε και δημιούργησε οικογένεια άλλαξε εντελώς…Έγινε άλλος άνθρωπος. Αγνώριστος! Τσιγγούνεψε σε βαθμό αφάνταστο! Ούτε τσιγάρα ούτε ποτά ούτε αμαξάκια (μίνιππα). Έγινε νοικοκύρης με την κυριολεξία! Τελευταία, υπέφερε πολύ από στομάχι. Και αν δεν κάνω λάθος, πέθανε από στομαχική αρρώστεια.
Σήμερα, τον Αντώνη Διαμαντίδη Νταλκά, τον αντιπροσωπεύει επάξια στα κανταδορίστικα και στα αρχοντορεμπέτικα τραγούδια ο Μάρκος Φίλανδρος, αχώριστος του Σπύρου Κορώνη συνεργάτης, που είναι και γαμπρός του σχωρεμένου.
ΣΕΜΣΗΣ ΣΑΛΟΝΙΚΙΟΣ
Προχωρώντας στο ξεφύλλισμα των αναμνήσεών μου, φέρνω μπροστά μου, τούτη τη στιγμή, έναν άλλο αείμνηστο, που υπήρξε κι αυτός μεγάλος προφέσορας στο είδος του. Τον Μήτσο τον Σαλονικιό! Ο Μπάρμπα Μήτσος, έτσι τον λέγαμε τελευταίως πριν αποδημήσει εις Κύριον, ήταν το Άλφα και το Ωμέγα την εποχή εκείνη στο καθαρώς λαϊκό τραγούδι. Η καταγωγή του Σαλονικιού ήταν απ’ τη Θεσσαλονίκη, αλλά έζησε τα περισσότερά του χρόνια στην Αθήνα στην οδό Λιοσίων, όπου είχε και δικό του σπίτι. Εκεί είδαν το φως του ηλίου τα τρία παιδιά του. Μια κόρη, ένας γυιός που δεν υπάρχει πια –τον άρπαξε ο χάρος πρόωρα στον ανθό της ηλικίας του, μόλις είχε αρχίσει να γίνεται περιζήτητος απ’ τις ελαφρές ορχήστρες για το θαυμάσιο βιολί που έπαιζε –και ο επιζών Μιχαλάκης Σέμσης, θαυμάσιος και φτασμένος μόνιμος βιολιστής στη συμφωνική σήμερα ορχήστρα Αθηνών.
Το παράξενο με τον Σαλονικιό ήταν το εξής: Ενώ η νατούρα του ήταν στα βαρειά λαϊκά μοτίβα, έπαιζε θαυμάσια και…κλασικές συνθέσεις! Έτσι, ενώ πριν από χρόνια με την ορχήστρα Θ. Παπαδοπούλου-Μ. Σουγιούλ-όπου έπαιζε σαν βιολί αττραξιόν ο Σέμσης ο Σαλονικιός-ερμήνευε σόλο ένα «ταξίμι», «σαμπαχί» ή «ραστ», στο τέλος, για να αιφνιδιάση τους ακροατές του Μουσείου, έπαιζε κι ένα κλασικό κομμάτι με θαυμάσια δεξιοτεχνία και λουζότανε από χειροκροτήματα!
Ο Σέμσης Σαλονικιός έδωσε πολλά βαρειά λαϊκά τραγούδια σε δίσκους, εκ των οποίων μερικά όπως το «Στείλε αμάξι πάρε με», «Μ’ ένα καράβι φορτηγό» κ.ά. άφησαν εποχή. Ο Σέμσης Σαλονικιός εχρημάτισεν επί σειράν ετών διευθυντής στο τμήμα λαϊκών ηχοληψιών στην Εταιρία «Κολούμπια». Οι παληοί λαϊκοί συνθέτες τον εκτιμούσαν και τον εσέβοντο. Όταν δε πέθανε, τον έκλαψαν ειλικρινά. Γιατί, ο Σαλονικιός υπήρξε ένας αληθινός δάσκαλος και μύστης της λαϊκής μουσικής.