|
|
Γραμμή 1: |
Γραμμή 1: |
| Η παρακάτω λίστα περιέχει λέξεις που χρησιμοποιούνταν στα ρεμπέτικα τραγούδια και οι οποίες δεν είναι συνηθισμένες στη σημερινή καθομιλουμένη. | | Η παρακάτω λίστα περιέχει λέξεις που χρησιμοποιούνταν στα ρεμπέτικα τραγούδια και οι οποίες δεν είναι συνηθισμένες στη σημερινή καθομιλουμένη. |
| ==Α== | | ==Α== |
| * '''αγάντα''' - Κουράγιο! Υπομονή! Άντεξε! Από την έκφραση των ιταλών κατακτητών στην κατοχή αποτεινόμενη στο στρατηγό Ρόμελ: Αγάντα Ρόμελ!<ref name="Παπαζαχαρίου">E. Παπαζαχαρίου ή Ζάχος - «Λεξικό της Ελληνικής Αργκό» ή «Λεξικό της Πιάτσας», Εκδόσεις Κάκτος, Β' Έκδοση, Δεκέμβριος 1998</ref>
| | * '''αργιλές''' η '''ναργιλές''' - σκεύος , συνήθως γυάλινο, χρήσιμο για το φουμάρισμα χασισιού. |
| * '''ανθίζομαι''' - Αντιλαμβάνομαι, μπαίνω στο νόημα, μυρίζομαι κάτι που πρόκειται να γίνει. Από την εικόνα του ατόμου που μυρίζει από μακριά το άρωμα κάποιου...άνθους. Υπάρχει οπωσδήποτε εδώ κάποια ανάμνηση της "γλώσσας των άνθεων, της κρυπτογραφικής γλώσσας των ερωτευμένων που συνεννοούνταν με λουλούδια και μπουκέτα λουλουδιών. Αυτό φαίνεται καλύτερα από το ρήμα ανθίζω που σημαίνει προειδοποιώ. <ref name="Παπαζαχαρίου"/>
| |
| * '''ανθίζω''' - Προειδοποιώ, ειδοποιώ, δίνω σε κάποιον να καταλάβει, βοηθάω κάποιον να μπει στο νόημα<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
| |
| * '''αντάμης''' - παλικάρι, άντρας. Και το επίθετο '''αντάμικο''' σε ουδέτερο γένος συνήθως και πάντα για άψυχα αντικείμενα.
| |
| * '''αργιλές''' η '''ναργιλές''' - σκεύος , συνήθως γυάλινο, ενίοτε χρήσιμο και για το φουμάρισμα χασισιού.<ref name="Σχορέλης_Α">Τάσος Σχορέλης - «Ανθολογία ρεμπέτικου τραγουδιού» (Τόμος Α') (Εκδόσεις Πλέθρον, 1977)</ref> Βασικό και πάγιο "καύσιμο" του ναργιλέ ο καπνός σε μορφή τουμπεκί {{πηγή}} | |
| * '''ατσίδα''' - Έξυπνος, οξυδερκής
| |
|
| |
|
| ==Β== | | ==Β== |
| * '''βαρύς''' - Σοβαρός
| |
| * '''βούρ!''' - Επιφώνημα ενθαρρυντικό
| |
|
| |
| ==Γ== | | ==Γ== |
| * '''γιατάκι''' - Κρεββάτι, κρησφύγετο
| |
| * '''γιατρός''' - Το ποσό της δωροδοκίας
| |
| * '''γκότης''' - Χωροφύλακας, φρουρός, νυχτοφύλακας
| |
| * '''γουργούς''' - Ναργιλές
| |
|
| |
| ==Δ== | | ==Δ== |
| * '''δάσκαλος''' - Αστυνομικός
| |
| * '''δικηγόρος''' - Κοκκαΐνη
| |
| * '''διπλωτής''' - Ο ένας από τους δύο μανιταρτζήδες (βλέπε Μανιτάρι)
| |
|
| |
| ==Ε== | | ==Ε== |
| ==Ζ== | | ==Ζ== |
| * '''ζούλα''' – λαθραία, χωρίς να αντιληφθεί κάποιος τρίτος, ύπουλα<ref name="Σχορέλης_Α"/>
| |
|
| |
| ==Η== | | ==Η== |
| *'''ήλιος''' - η ηρωίνη<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
| |
|
| |
| ==Θ== | | ==Θ== |
| * '''Θανάσης''' - α) Ο ναργιλές του χασισιού συνθηματικά. Επειδή οι αστυνομικοί τον ήξεραν και κάνοντας έφοδο σε ντεκέ ρωτούσαν τους παριστάμενους που ήταν ο Θανάσης βγήκε η φράση "Ποιό Θανάση;" που εννοεί: "τί μου λες τώρα!" από την απάντηση των χασικλείδων που έκαναν τους ανίδεους έχοντας εξαφανίσει και το ναργιλέ και όλα τα ενοχοποιητικά στοιχεία β) είδος κουνκάν (παιχνίδι στα χαρτιά)<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
| |
| * '''θεριακλής''' - Μανιώδης καπνιστής ή χασισομανής κλπ.
| |
|
| |
| ==Ι== | | ==Ι== |
| ==Κ== | | ==Κ== |
| * '''καρδερίνα''' - Επιφώνημα: φυλάξου
| |
| * '''καρσιλαμάς''' - Είδος λαϊκού χορού. Μτφ Είδος κλεψιάς: Ο κλέφτης συναντά απότομα το θύμα του, προσποιείται ότι χάνει το βήμα του πότε αριστερά, πότε δεξιά φροντίζοντας να συμπέφτει το παραστράτημα με τα βήματα του θύματος, ενώ ο συνεργάτης του κλέφτη επωφελείται και αδειάζει τις τσέπες του θύματος.
| |
| * '''καρσιλαματζής''' - Ο επιδιδόμενος στον καρσιλαμά
| |
| * '''καρφώνω''' - Προδίνω, σπιουνεύω.
| |
| * '''κατσάρια''' - Παπούτσια κομμένα για να αντικαταστήσουν τις παντόφλες.
| |
| * '''κατώγα''' - Κρατητήριο
| |
| * '''κογιονάρω''' - Κοροϊδεύω, παραπλανώ, εξαπατώ
| |
| * '''κοζάρω''' - Κοιτάζω
| |
| * '''κούκος''' - Νυχτοφύλακας
| |
| * '''κουκουβάγια''' - Νυχτοφύλακας
| |
| * '''κουσουμάρω''' - α) Περιποιούμαι, προστατέυω, συμπαθώ, αγαπώ, φροντίζω πχ Αυτόν τον ''κουσουμάρουνε'' όλα τα θηλυκά β) δείχνω, επιδεικνύω, παρουσιάζω πχ Τον ''κουσουμάρει'' για γαμπρό του και γ) κρίνω, επιλέγω, λογαριάζω<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
| |
|
| |
| ==Λ== | | ==Λ== |
| * '''λαδιατζής''' - Κατεργάρης
| |
| * '''λάχανο''' - Πορτοφόλι, και '''λαχανάδες''' οι πορτοφολάδες.
| |
| * '''λιάρα''' - Κουβέρτα
| |
| * '''λιμοκοντόρος''' - 1.Μονόδραχμο 2. (σκωπτικό) ο νέος που παρά την φτώχεια ή την πείνα του, ντύνεται και στολίζεται επιδεικτικά, προκειμένου να κάνει εντύπωση στους άλλους και ιδαίτερα στις νέες κοπέλες. Κυριολεκτικά είναι ο κόντες του λιμού, δηλαδή ο πεινασμένος κόμης <ref name="Μπαμπινιώτης">Γ. Μπαμπινιώτης - «Λεξικό της Νεας Ελληνικης Γλώσσας» Εκδόσεις «Κέντρο Λεξικολογίας» 2005, Β' Έκδοση, Β' Ανατύπωση</ref> 3. Απένταρος κομψευόμενος. Η λέξη φτιάχτηκε στο τέλος του περασμένου αιώνα όταν καταστράφηκε η παλιά αριστοκρατία και οι ''κόντηδες'' με τις Κωνσταντινοπολίτικες και επτανησιακές περγαμηνές ευγενείας γυρνούσαν ''λιμασμένοι'' με τα κομψά δυτικοαστικού τύπου ρούχα τους χωρίς οικονομικό αντίκρυσμα. <ref name="Παπαζαχαρίου"/>
| |
| * '''λιούρα''' - Λίρα
| |
| * '''λιμά''' - Τα άχρηστα και μη πειστικά λόγια, οι άχρηστες και χωρίς αξία πράξεις και χειρονομίες. Κυριολεκτικά είναι τα άχρηστα χαρτιά στο παιχνίδι της πρέφας {και του πόκερ} {προφορική λαϊκή παράδοση}. ''Δεν έχω κόζια για να σε χτυπήσω, μου πέσαν τα λιμά'' = Δεν έχω επιχειρήματα για να σε αντιμετωπίσω λόγω της αντικειμενικής τωρινής συγκυρίας. ''Μας έπιασε με τα λιμά'' = Τα επιχειρήματά του δεν είναι πειστικά. <ref name="Παπαζαχαρίου"/>
| |
|
| |
| ==Μ== | | ==Μ== |
| * '''μαχμουρλής''' - (τουρκ. mahmur) Αγουροξυπνημένος, δίχως κέφι, που δεν κάπνισε ακόμη.
| |
| * '''μανίτα''' - Απάτη, παγίδα
| |
| * '''μανιτάρι''' - Είδος κλεψιάς, όπου ο μανιταρτζής αφήνει να του πέσει το πορτοφόλι για να το βρει το κορόιδο. Μ' αυτό τον τρόπο, ξεμοναχιάζεται το θύμα από τον συνεργάτη του μανιταρτζή.
| |
| * '''μάπας''' - Ο αργιλές
| |
| * '''μάπες''' - Τα χρυσαφικά
| |
| * '''μαυρομύτα''' - Πέννα
| |
| * '''μαύρο''' ή '''μαυράκι''' - το χασίσι<ref name="Σχορέλης_Α"/>
| |
| * '''μαύρος''' - Ο αστυνομικός
| |
| * '''μελάνη''' - Στάχτη στα μάτια, παραπλάνηση.
| |
| * '''μπατιρίζω''' – Χάνω τα λεφτά μου, καταστρέφομαι<ref name="Σχορέλης_Α"/>
| |
| * '''μπαγιόκο''' - Κομπόδεμα
| |
| * '''Μπιρ Αλλάχ''' – ζήτω ο Αλλάχ, δόξα στον Αλλάχ<ref name="Σχορέλης_Α"/>
| |
| * '''μπουφετζης''' – αυτός που εξυπηρετεί τους πελάτες του «μπουφέ», εκεί που προσφέρονται ναρκωτικά και ποτά<ref name="Σχορέλης_Α"/>
| |
|
| |
| ==Ν== | | ==Ν== |
| * '''νταλγκαδάκι''' – στεναχώρια από ερωτική απογοήτευση<ref name="Σχορέλης_Α"/>
| |
| * '''νταλγκάς''' – (τουρκ. dalga =κύμα, τρικλοποδιά) ερωτικός καημός<ref name="Σχορέλης_Α"/>
| |
| * '''ντουμάνι''' – ασφυκτική ατμόσφαιρα από καπνούς<ref name="Σχορέλης_Α"/>
| |
|
| |
| ==Ξ== | | ==Ξ== |
| ==Ο== | | ==Ο== |
| ==Π== | | ==Π== |
| * '''πολιτσμάνοι ή μολυσμάνοι''' - αστυνομικοί, αστυφύλακες<ref name="Σχορέλης_Α"/>
| |
|
| |
| ==Ρ== | | ==Ρ== |
| * '''ρεφάρω''' – ισοφαρίζω, παίρνω πίσω τα χαμένα. Λύνω τα οικονομικά μου προβλήματα<ref name="Σχορέλης_Α"/>
| |
|
| |
| ==Σ== | | ==Σ== |
| * '''σαλτάρω''' – πηδάω<ref name="Σχορέλης_Α"/>
| |
| * '''σκαλέτα''' - [σκαλέτο] τρόπος, μέθοδος χαρτοκλεψίας<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
| |
| * '''σότος''' - Ο τυχερός παίχτης. Από τη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου. Προέρχεται από το ιταλικό sotto = από κάτω, υπό (αντίθετο:τέρτσος)<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
| |
| * '''σουπιά''' - Χαφιές
| |
| * '''σπαγγάνι''' - κλωνάρι, κομμάτι<ref name="Σχορέλης_Α"/>
| |
|
| |
| ==Τ== | | ==Τ== |
| * '''τεκές η ντεκές''' – (τουρκ. tekke ισλαμικό μοναστήρι) τόπος που καπνίζουν χασίσι η παίρνουν διάφορα ναρκωτικά<ref name="Σχορέλης_Α"/>
| |
| * '''τέρτσος''' - Ο χαμένος ή ζημειωμένος, ο γκρινιάρης στη χαρτοπαιχτική γλώσσα (αντίθετο:σότος). Από το ιταλικό terzo = τρίτος <ref name="Παπαζαχαρίου"/>
| |
| * '''τζες''' – κάποιος που δεν εκτιμούμε η δεν υπολογίζουμε, π.χ. ο τζες σου, φυλαχτείτε απ’ τους τζέδες (αστυνομικούς ή τους ρουφιάνους)<ref name="Σχορέλης_Α"/>
| |
| * '''τζιμάνι''' - 1.Από το g-man (government man), o άνθρωπος της κυβέρνησης, αποδιδόταν συνθηματικά στους ειδικούς πράκτορες του F.B.I.. Αργότερα πήρε θετική σημασία και χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος είναι έξυπνος και ικανός πχ. παιδί τζιμάνι. Χρησιμοποιείται και ειρωνικά πχ. Τζιμάνι είσαι μωρ' αδερφάκι μου! <ref name="Μπαμπινιώτης"/> 2. Ο εξαιρετικός άντρας, ο αξιαγάπητος αλλά και σεβαστός, που κανένας δεν τολμάει να τον θίξει ή να του κάνει τον έξυπνο γιατί ξέρει ότι θα έχει άσχημα ξεμπερδέματα μαζί του. Από την αμερικάνικη συντετμημένη λέξη G. man, που έφτασε ως το ελληνικό κοινό κατά δύο δυνατούς τρόπους: α) Από τις αμερικάνικες ταινίες του Μεσοπολέμου που είχαν για ήρωες μέλη της καναδικής έφιππης αστυνομίας που στο πηλίκιό τους έγραφε G, δηλαδή Guardian = φύλακας, αστυφύλακας και β) από τις αμερικάνικες ταινίες και την αστυνομική φιλολογία της "Μάσκας" που είχαν για ήρωες μέλη του F.B.I., το Λέμυ Κώσιον κλπ. που ονομάζονταν G. man = government man, άνθρωποι της κυβερνήσεως. Κατά τη γνώμη μας μάλλον η δεύτερη σημασία είχε μεγαλύτερη διάδοση στην Αθήνα και αυτή προκάλεσε τη δημιουργία της εικόνας του ευγενικού αλλά αποτελεσματικού άντρα. Ο Καπετανάκης επειδή δεν ξέρει την καταγωγή της λέξης την λάθος: τζιμάλι, με την ίδια σημασία. Το ίδιο και ο Δαγκίτσης την παραθέτει με τη μορφή τζιμάλης, τζιμάλι,τζιμαλοκόριτσο. <ref name="Παπαζαχαρίου"/>
| |
| * '''τουμπεκί''' - καπνός επεξεργασμένος για κάπνισμα με ναργιλέ {{πηγή}}
| |
| * '''τσαρδί''' - το σπιτικό, το κατάλυμα {{πηγή}}
| |
| * '''τσίλια''' - η δουλειά του τσιλιαδόρου<ref name="Σχορέλης_Α"/>
| |
| * '''τσιλιαδόρος''' - σκοπός, φρουρός, κάποιος που προσέχει για να ειδοποιήσει στην κατάλληλη στιγμή <ref name="Σχορέλης_Α"/>
| |
|
| |
| ==Υ== | | ==Υ== |
|
| |
| ==Φ== | | ==Φ== |
| * '''φουμάρω''' ή '''φουμέρνω''' - καπνίζω <ref name="Σχορέλης_Α"/>
| |
| ==Χ== | | ==Χ== |
| ==Ψ== | | ==Ψ== |
| ==Ω== | | ==Ω== |
|
| |
| ==Παραπομπές==
| |
| <references/>
| |
|
| |
| ==Πηγές== | | ==Πηγές== |
| * Τάσος Σχορέλης - «Ανθολογία ρεμπέτικου τραγουδιού» (Τόμος Α') (Εκδόσεις Πλέθρον, 1977) | | * Τάσος Σχορέλης - «Ανθολογία ρεμπέτικου τραγουδιού» (Τόμος Α') (Εκδόσεις Πλέθρον, 1977) |
| * Πέτρος Πικρός - «Τουμπεκί» (Πρώτη έκδοση 1927)
| |
| * Γ. Μπαμπινιώτης - «Λεξικό της Νεας Ελληνικης Γλώσσας» Εκδόσεις «Κέντρο Λεξικολογίας» 2005, Β' Έκδοση, Β' Ανατύπωση.
| |
| * E. Παπαζαχαρίου ή Ζάχος - «Λεξικό της Ελληνικής Αργκό» ή «Λεξικό της Πιάτσας», Εκδόσεις Κάκτος, Β' Έκδοση, Δεκέμβριος 1998
| |